Η γρίπη είναι μία νόσος που προκαλείται από ένα πολύ μολυσματικό ιό που μεταδίδεται εύκολα από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω βήχα, φταρνίσματος η μολυσμένων με σταγονίδια αντικειμένων.
Ο υψηλός πυρετός, o πονοκέφαλος, η ρινική συμφόρηση, ο βήχας, το αίσθημα αδυναμίας, ο πόνος στους μύες είναι συμπτώματα που μας ταλαιπωρούν για αρκετές ημέρες, όταν αρρωσταίνουμε από γρίπη, και οδηγούν πολλές φορές σε άσκοπη χρήση αντιβιοτικών.
Η λοίμωξη από γρίπη μπορεί επίσης να προκαλέσει επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένης της πνευμονίας είτε από την ίδια τη γρίπη είτε από άλλο μικρόβιο (κυριότερο αίτιο είναι το μικρόβιο του πνευμονιοκόκκου) και να προκαλέσει επιδείνωση χρόνιων νοσημάτων, όπως η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, ένα νεφρολογικό νόσημα και/ή ο σακχαρώδης διαβήτης.
Ως αποτέλεσμα, η γρίπη μπορεί να οδηγήσει σε εισαγωγές στο Νοσοκομείο ή και θανάτους.
Παγκοσμίως, 250.000 ως 500.000 θάνατοι συμβαίνουν ετησίως, κυρίως σε ηλικιωμένους, λόγω της εποχικής γρίπης και των επιπλοκών της.
Στην Ευρώπη πιο πολλά άτομα πεθαίνουν από γρίπη παρά από αυτοκινητιστικά ατυχήματα.
Τα παιδιά που πηγαίνουν στον παιδικό σταθμό και στο σχολείο θεωρείται ότι είναι η κύρια πηγή μετάδοσης της γρίπης στον υπόλοιπο πληθυσμό.
Λόγω της ευκολίας μετάδοσής του, ο ιός της γρίπης μολύνει περίπου το 10% του ενήλικου πληθυσμού και το 30% των παιδιών κάθε χρόνο, ενώ βαρύτερα συμπτώματα και επιπλοκές παρουσιάζουν κυρίως άτομα άνω των 60 ετών, παιδιά κάτω των 2 ετών και άτομα κάθε ηλικίας που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως αυτές με χρόνια νοσήματα (άσθμα, πνευμονοπάθεια, καρδιοπάθεια, σακχαρώδη διαβήτη, νεφροπάθεια, αιματολογικά και μεταβολικά νοσήματα, μεταμοσχεύσεις κλπ.).
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στους Επαγγελματίες Υγείας, οι οποίοι, ερχόμενοι σε συνεχή επαφή με ασθενείς, είναι κύριοι φορείς του ιού και πολλές φορές ευθύνονται για μετάδοση της γρίπης σε άλλους ασθενείς που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου.
Η γρίπη όμως ευθύνεται για την απώλεια ωρών εργασίας, καθώς το ήμισυ του συνόλου των περιστατικών γρίπης αφορά τον εργαζόμενο υγιή πληθυσμό ηλικίας 18-64 ετών.
Οι συνηθισμένες προφυλάξεις για να αποφύγει κανείς τη μόλυνση από τη γρίπη είναι το συχνό πλύσιμο χεριών με σαπούνι, η αποφυγή επαφής των χεριών με τη μύτη και το στόμα, οι αποστάσεις ασφαλείας από αρρώστους και η χρήση μάσκας προσώπου.
Όμως αυτά τα μέτρα δεν είναι πάντα αποτελεσματικά. Σε περίπτωση νόσησης είναι αναγκαία η λήψη αντιικών φαρμάκων από τους ασθενείς υψηλού κινδύνου, τα οποία δεν είναι πάντα αποτελεσματικά, ειδικά αν δεν χορηγηθούν εγκαίρως (συχνό φαινόμενο, καθώς πολλές φορές καθυστερεί η διάγνωση).
Ο οργανισμός θωρακίζεται αποτελεσματικότερα έναντι της γρίπης με το εμβόλιο, το οποίο κυκλοφορεί εδώ και 45 χρόνια, είναι ασφαλές και προφυλάσσει από την εποχική γρίπη και τις επιπλοκές της. Ο εμβολιασμός πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση, λόγω της μεταβολής των τύπων του ιού που προκαλούν κάθε χρόνο την γρίπη.
Η ανοσία από προηγούμενες λοιμώξεις ή εμβολιασμούς δεν προλαμβάνει τη λοίμωξη από τους διαφορετικούς τύπους του ιού που κυκλοφορούν κάθε χειμώνα και τη σχετιζόμενη νόσο. Για το λόγο αυτό το εμβόλιο περιέχει ετησίως, σε αδρανή μορφή, τους 3 συχνότερους τύπους του ιού της γρίπης που κυκλοφορούν το συγκεκριμένο διάστημα.
Το εμβόλιο και στις περιπτώσεις που δεν είναι 100% αποτελεσματικό (όπως στις περιπτώσεις που ένα νέο στέλεχος γρίπης αναδύεται, διαφορετικό από τα 3 που περιέχονται στο ετήσιο εμβόλιο) παραμένει υψηλά αποτελεσματικό στη βαριά νόσηση από γρίπη, μειώνοντας σημαντικά την πιθανότητα επιπλοκών, νοσηλείας ή και θανάτου από τον ιό. Σε πολλές μελέτες έχει αναδειχθεί όφελος και στην πρόληψη εμφράγματος του μυοκαρδίου και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, καθώς η ίδια η γρίπη πυροδοτεί τέτοια επεισόδια.
Καθώς η γρίπη εμφανίζεται κάθε χρόνο στην Ελλάδα από το Δεκέμβριο ως τον Απρίλιο είναι απαραίτητο να γίνει ο εμβολιασμός έναντι της γρίπης εγκαίρως, κατά προτίμηση μέσα στον Οκτώβριο ή αρχές Νοεμβρίου, ώστε να αποκομιστεί το μέγιστο όφελος για τους ασθενείς στην πρόληψη όλων των παραπάνω συμβαμάτων.
Ο εμβολιασμός αφορά κατά προτεραιότητα τις ομάδες υψηλού κινδύνου, δηλαδή όλα τα άτομα άνω των 60 ετών, τα άτομα με χρόνια νοσήματα και τους Επαγγελματίες Υγείας.
Επίσης ο εμβολιασμός είναι απαραίτητος στις έγκυες γυναίκες για προστασία των ίδιων αλλά και των μελλοντικών παιδιών τους (τα αντισώματα που παράγει το εμβόλιο, διαμέσου του πλακούντα, μεταφέρονται στον οργανισμό των εμβρύων, κι έτσι μετά τη γέννηση τους τα μικρά μωρά προστατεύονται από τη γρίπη) και σε όλο το οικογενειακό περιβάλλον των μωρών ως 6 μηνών, τα οποία είναι ευάλωτα στη γρίπη και ο μόνος τρόπος προστασίας τους είναι να μην εκτεθούν στη γρίπη από τα κοντινά τους πρόσωπα.
Όμως και τα υγιή παιδιά ή νεαροί ενήλικες με το να εμβολιαστούν θα προστατευτούν από την ταλαιπωρία που προκαλεί η γρίπη αλλά θα προστατέψουν και τους συμμαθητές τους ή συναδέλφους τους στην εργασία, με τους οποίους μοιράζονται τον ίδιο χώρο πολλές ώρες ημερησίως, από το να τους μεταδώσουν τον ιό.
Οι ασθενείς υψηλού κινδύνου θα πρέπει να έχουν λάβει και το εμβόλιο έναντι του πνευμονιόκοκκου, για να είναι επαρκώς θωρακισμένοι και έναντι της πνευμονιοκοκκικής πνευμονίας, από την οποία κινδυνεύουν έτσι κι αλλιώς, όμως η πιθανότητα εκδήλωσής της αυξάνεται αν νοσήσουν από γρίπη.
Η χορήγηση του εμβολίου θα προστατέψει όσους το λάβουν από πιθανή σοβαρή νόσηση από γρίπη τον επόμενο χειμώνα. Σημειώνεται ότι κάθε χειμώνα στην Ελλάδα νοσηλεύονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας από 150-350 άτομα λόγω γρίπης, ενώ περίπου οι μισοί από αυτούς χάνουν τη ζωή τους από τη νόσο ή τις επιπλοκές της.
Τον τελευταίο χειμώνα (2015-16) ξεπεράστηκε κάθε ρεκόρ, αφού οι νοσηλείες λόγω γρίπης σε ΜΕΘ ξεπέρασαν τις 400 και οι θάνατοι προσέγγισαν τους 200. Υπολογίζεται ότι γύρω στο 90% από αυτούς τους βαρέως πάσχοντες ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου και σχεδόν κανείς δεν είναι εμβολιασμένος. Δεν είναι κρίμα ένα μέτρο πρόληψης που σώζει ζωές να μην χρησιμοποιείται, ειδικά από αυτούς που το έχουν περισσότερο ανάγκη?